- ἐπιδείδω
- ἐπιδείδω, [ per.] 3pl. [tense] plpf. ( = [tense] impf.) ἐπεδείδιον,A fear,
κτύπον Nonn.D.28.330
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κτύπον Nonn.D.28.330
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιδείδω — ἐπιδείδω (Α) φοβάμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δείδω «φοβάμαι»] … Dictionary of Greek